Ανοσοτροποποιητικές Ουσίες
Συνοπτική παρουσίαση των διαφόρων ουσιών
β-Ιντερφερόνες (beta-interferons)
Είναι πρωτεΐνες που απαντώνται φυσιολογικά στον ανθρώπινο οργανισμό και δρουν ανοσορυθμιστικά. Λαμβάνονται από την ίδια την ασθενή είτε ενδομυϊκά είτε υποδορίως. Η συχνότερες ΑΕ, ιδίως κατά την έναρξη αγωγής, είναι η γριπώδη συνδρομή μετά την έγχυση που μπορεί να ελαχιστοποιηθεί με την ταυτόχρονη λήψη αντιφλεγμονώδων φαρμάκων, και οι τοπικές αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης. Aπό το 2019 οι ιντερφερόνες έλαβαν ένδειξη και για την κύηση και τον θηλασμό.
Σκεύασμα (Ουσία) | Δοσολογία | Τρόπος χορήγησης | Ένδειξη στην ΕΕ |
Avonex®
(Interferon-beta 1a ) |
30 μg; | 1x εβδομάδα ενδομυϊκά | Υποτροπιάζουσα ΠΣ, ΚΜΣ |
Rebif®
(Interferon-beta 1a) |
22 μg
44 μg |
3x εβδομάδα υποδόρια | Υποτροπιάζουσα ΠΣ, ΚΜΣ, 2παθώς προϊούσα με ώσεις |
Plegridy®
(Peginterferon-beta 1a) |
125 μg; | 2x το μήνα ενδομυϊκά ή υποδόρια | Υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα ΠΣ |
Βetaferon®,Extavia®
(Interferon-beta 1b) |
250 μg | ανά δύο ημέρες υποδόρια | Υποτροπιάζουσα ΠΣ, ΚΜΣ, 2παθώς προϊούσα με ώσεις |
οξεϊκή Γλατιραμέρη (Glatiramer acetate) [Copaxone®, Clift®, Glatiramer mylan®]
Πρόκειται για ένα μείγμα πολυπεπτιδίων αποτελούμενο από 4 αμινοξέα τα οποία συναντώνται και στη φυσιολογική μυελίνη. Δρα ανοσοτροποποιητικά με τον ακριβή μηχανισμός δράσης να μην είναι γνωστός. Χορηγείται υποδορίως από την ίδια την ασθενή (20mg κάθε μέρα ή 40mg 3 φορές την εβδομάδα). Τυπικές ΑΕ είναι οι τοπικές αντιδράσεις στο σημείο έγχυσης καθώς και συστηματικές αντιδράσεις μετά την έγχυση – όπως ταχυκαρδία, δυσκολία στην αναπνοή, θωρακικό άλγος – οι οποίες υποχωρούν από μόνες τους. Τέλος επιτρέπεται η χορήγηση στον θηλασμό.
Φουμαρικός διμεθυλεστέρας (dimethyl fumarate, DMF) [Tecfidera®]
Πρόκειται για παράγωγο του μικρού οργανικού οξέος φουμαρικό οξύ και προκαλεί μείωση των λεμφοκυττάρων. Λαμβάνεται από του στόματος, 240mg δύο φορές την ημέρα. Συχνές ΑΕ κατά την έναρξη της αγωγής είναι γαστρεντερικές διαταραχές και ερυθρότητα του προσώπου, φαινόμενα που υποχωρούν σε 4 με 6 εβδομάδες. Για την καλύτερη ανοχή ακολουθείται ένα σχήμα σταδιακής έναρξης (1η εβδομάδα: 120mg 1x ημερά, 2η εβδομάδα: 120mg 2x ημερά, 3η εβδομάδα: 120mg πρωί και 240mg βράδυ, 4η εβδομάδα: 240mg 2x ημερά). Επίσης η λήψη με τα γεύματα, και ειδικά μαζί με γαλακτοκομικά προϊόντα, μειώνει τις γαστρεντερικές ενοχλήσεις. Άλλες σημαντικές ΑΕ είναι η αύξηση των ηπατικών ενζύμων, λεμφοπενία.
Φουμαρικής διροξιμέλη (Diroximel fumarate) [Vumerity®]
Η νέα αυτή ουσία πήρε έγκριση στην ΕΕ τον Νοέμβρη του 2021. Αποτελεί ένα άλλο παράγωγο του φουμαρικού οξέος και αναπτύχθηκε με σκοπό την καλύτερη γαστρεντερική ανοχή. Παρόλα αυτά συνίσταται και εδώ η σταδιακή έναρξη της από του στόματος αγωγής (1η εβδομάδα: 231mg 2 φορές την ημερά, από τη 2η εβδομάδα: 462mg 2 φορές την ημερά).
Τεριφλουνομίδη (Teriflunomide) [Aubagio®]
Αποτελεί μετεξέλιξη της λεφλουνομίδης, ουσίας που χρησιμοποιείται στην ρευματολογία από το 1998. Δρα αναστέλλοντας την σύνθεση πυριμιδινών, βασικών δομικών μορίων του DNA, έτσι αναστέλλει τον αναδιπλασιασμό των γρήγορα διαιρούμενων κυττάρων και κυρίως των λεμφοκυττάρων. Λαμβάνεται από του στόματος, 14mg μία φορά την ημέρα. Σημαντικές πιθανές ΑΕ είναι η αύξηση των ηπατικών ενζύμων καθώς και η σοβαρή λεμφοπενία. Άλλες ΑΕ είναι ναυτία, διάρροια, υπέρταση, σπανίως βλάβη των περιφερικών νεύρων, νεφρική βλάβη, ακόμα σπανιότερα διάμεση πνευμονική νόσος. Επιβάλλεται λοιπόν τακτικός εργαστηριακός έλεγχος καθώς και έλεγχος της αρτηριακής πίεσης ανά εξάμηνο. Τέλος, η Τεριφλουνομίδη αντενδείκνυται στην κύηση και τον θηλασμό καθόσον είναι τερατογόνος.
Φινγκολιμόδη (Fingolimod) [Gilenya®, Fingolya®, Finrina®, Inzolfi®, Lognif®, κ.α. γενόσημα]
Ανήκει στην ομάδα των τροποποιητών των υποδοχέων της 1-φωσφορικής σφιγγοσίνης (S1P) και οδηγεί σε αποκλεισμό της μετανάστευσης των λεμφοκυττάρων έξω από τον θύμο αδένα και τους λεμφαδένες. Έχει ένδειξη για την θεραπεία ασθενών με υψηλής ενεργότητας νόσο. Λαμβάνεται από του στόματος, 0,5mg μία φορά την ημέρα. Η συχνότερη ΑΕ είναι η βραδυκαρδία, τυπικά παροδικά κατά την έναρξη της αγωγής. Για το λόγο αυτό αντενδείκνυται σε ασθενείς με καρδιαγγειακές παθήσεις και η έναρξη της αγωγής γίνεται υπό ηλεκτροκαρδιογραφικό monitoring. Άλλες συχνές ΑΕ είναι η λεμφοπενία, η αύξηση των ηπατικών ενζύμων. Αυξημένη είναι η ευαισθησία στις λοιμώξεις, ειδικά στους ερπητοϊούς, όπως ιός του απλού έρπητα και ιός του έρπη ζωστήρα/ανεμοβλογιάς (VZV). Πρέπει να αναφερθούμε ξεχωριστά και στον κίνδυνο για προοδευτική πολυεστιακή λευκοεγκεφαλοπάθεια (PML), μια δυνητικά απειλητική για τη ζωή ιογενή λοίμωξη του κεντρικού νευρικού συστήματος. Λιγότερο συχνά έχουν αναφερθεί δερματικά νεοπλάσματα και διαταραχές της όρασης λόγω οιδήματος της ωχράς κηλίδας. Τα παραπάνω επιβάλλουν μια καλή διαλογή των υποψήφιων ασθενών (καρδιογράφημα, οφθαλμολογική, δερματολογική εξέταση, έλεγχος αντισωμάτων κατά VZV) και συστηματικούς κλινικοεργαστηριακούς ελέγχους κατά την διάρκεια της θεραπείας. Επίσης σε περίπτωση διακοπής της θεραπείας υπάρχει ο κίνδυνος του λεγόμενου rebound effect, μιας σφοδρής επανενεργοποίησης της νόσου, συνήθως τους πρώτους 2 με 4 μήνες. Τέλος η Φινγκολιμόδη είναι τερατογόνος και αντενδείκνυται στην κύηση.
Σιπονιμόδη (Siponimod) (Mayzent®)
Είναι η δεύτερη ουσία της ομάδας των τροποποιητών των υποδοχέων της S1P που κυκλοφόρησε. Στην ΕΕ έλαβε έγκριση (2020) για τη θεραπεία της ενεργής δευτεροπαθώς προϊούσας ΠΣ (στις ΗΠΑ έχει έγκριση και για υποτροπιάζουσα ΠΣ και ΚΜΣ). Πριν την έναρξη της θεραπείας απαιτείται μια γενετική εξέταση για τον προσδιορισμό του τύπου ενός ηπατικού ενζύμου (κυτόχρωμα CYP2C9) που φέρει η ασθενής, κάτι που καθορίζει αν η λήψη επιτρέπεται και αν ναι ποια είναι η κατάλληλη δόση. Λαμβάνεται από το στόμα, μία φορά την ημέρα (δόση συντήρησης 1 ή 2mg ανάλογα με τον τύπο CYP2C9). Σε σχέση με την Φινγκολιμόδη αποτελεί σημαντική βελτίωση ότι για ασθενείς με φυσιολογικό καρδιογράφημα και χωρίς ιστορικό καρδιολογικής νόσου δεν απαιτείται monitoring κατά την έναρξη της θεραπείας. Η έναρξη γίνεται με σταδιακά αυξανόμενη δόση (σχήμα 5 ημερών). Κατά τα άλλα ισχύει ότι και για την Φινγκολιμόδη.
Οζανιμόδη (Ozanimod) [Zeposia®]
Πρόκειται για άλλον έναν τροποποιητή των υποδοχέων της S1P, που πήρε έγκριση το 2020. Λαμβάνεται από το στόμα, μία φορά την ημέρα, η δόση συντήρησης είναι 0,92mg. Δεν απαιτείται monitoring κατά την έναρξη της θεραπείας για ασθενείς με φυσιολογικό καρδιογράφημα και χωρίς ιστορικό καρδιολογικής νόσου. Η έναρξη γίνεται με σταδιακά αυξανόμενη δόση (σχήμα 7 ημερών).
Πονεσιμόδη (Ponesimod) [Ponvory®]
Πρόκειται για τον νεότερο τροποποιητή των υποδοχέων της S1P, πήρε έγκριση το 2021. Λαμβάνεται από το στόμα, μία φορά την ημέρα, η δόση συντήρησης είναι 20mg. Δεν απαιτείται monitoring κατά την έναρξη της θεραπείας για ασθενείς με φυσιολογικό καρδιογράφημα και χωρίς ιστορικό καρδιολογικής νόσου. Η έναρξη γίνεται με σταδιακά αυξανόμενη δόση (σχήμα 14 ημερών).
Ναταλιζουμάμπη (Natalizumab) [Tysabri®]
Είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι του μορίου προσκόλλησης α4-Ιντεγκρίνη που βρίσκεται στην επιφάνεια των λεμφοκυττάρων. Εμποδίζει έτσι την πρόσδεσή τους στα τοιχώματα των αγγείων και την μετανάστευσή τους στο κεντρικό νευρικό. Ενδείκνυται για την θεραπεία ασθενών με υψηλής ενεργότητας νόσο. Χορηγείται ενδοφλέβια ή υποδόρια, 300mg κάθε 4 εβδομάδες. Γενικά η θεραπεία με Ναταλιζουμάμπη είναι καλά ανεκτή με τις συχνότερες ΑΕ να σχετίζονται με την έγχυση, όπως ζάλη, κεφαλαλγία, ναυτία, έμετος, κνίδωση, ρίγος, πυρετός, ενώ σπάνιες είναι οι αναφυλακτικές αντιδράσεις. Άλλες πιθανές ΑΕ είναι αύξηση των ηπατικών ενζύμων, αυτοάνοση θρομβοπενική πορφύρα, αιμολυτική αναιμία. Λόγω του βασικού μηχανισμού δράσης είναι αυξημένος ο κίνδυνος λοιμώξεων. Ειδικά σχετιζόμενος με την Ναταλιζουμάμπη είναι ο κίνδυνος ανάπτυξης προοδευτικής πολυεστιακής λευκοεγκεφαλοπάθειας (PML), μιας δυνητικά απειλητικής για τη ζωή ιογενούς λοίμωξης του κεντρικού νευρικού συστήματος για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία. Ο ατομικός κίνδυνος κάθε ασθενούς διαφέρει και υπολογίζεται βάσει ενός ειδικού αλγορίθμου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας συνίσταται κάθε 6μηνο η μέτρηση του τίτλου αντισωμάτων κατά του JC-Virus, που είναι η αιτία της PML. Μετά τα 2 έτη συνίσταται σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο να γίνεται ΜΤ κάθε 6 μήνες. Η απόφαση δε για την συνέχιση της αγωγής μετά τα 2 έτη επιβάλλει ένα ενδελεχή επανέλεγχο, την εκτίμηση εναλλακτικών θεραπειών και μια αναλυτική ενημέρωση της ασθενούς. Τέλος, μετά από διακοπή της θεραπείας υπάρχει ο κίνδυνος του λεγόμενου rebound effect, μιας επανενεργοποίησης της νόσου πολλές φορές με μεγαλύτερη σφοδρότητα, συνήθως μέσα σε 1 με 6 μήνες.
Οκρελιζουμάμπη (Ocrelizumab) [Ocrevus®]
Είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι στο μόριο CD20 που βρίσκεται στην επιφάνεια των Β-λεμφοκυττάρων και η χορήγησή του οδηγεί σε καταστροφή αυτών. Είναι η μοναδική (Φεβ. 2022) ουσία που έχει ένδειξη και για την θεραπεία της πρώιμης πρωτοπαθώς προϊούσας ΠΣ. Χορηγείται ενδοφλεβίως, 600mg κάθε 6 μήνες. Κατά την έναρξη της θεραπείας η δόση μοιράζεται σε 2 φορές x 300mg με μεσοδιάστημα 2 εβδομάδες. Γενικά η θεραπεία είναι καλά ανεκτή. Η συχνότερες ΑΕ είναι οι σχετιζόμενες με την έγχυση (γριπώδη συνδρομή) ενώ σπάνιες είναι οι αληθείς αναφυλακτικές αντιδράσεις. Για την αποφυγή τους χορηγούνται προφυλακτικά πριν από κάθε έγχυση κορτιζόνη, αντιπυρετικά και αντιισταμινικά ενδοφλεβίως. Αυξημένος είναι επίσης ο κίνδυνος λοιμώξεων, χωρίς ωστόσο να έχει αναδειχθεί ιδιαίτερος κίνδυνος για κάποιο συγκεκριμένο παθογόνο. Επίσης είναι θεωρητικά αυξημένος και ο κίνδυνος για νεοπλασίες, χωρίς να έχει καταδειχθεί από τα μέχρι στιγμής στοιχεία κάποια συγκεκριμένη συσχέτιση.
Οφατουμουμάμπη (Ofatumumab) [Kesimpta®]
Πρόκειται για ένα νέο (έγκριση στην ΕΕ το2021) μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι στο μόριο CD20 το οποίο χορηγείται υποδορίως σε δόση 20mg κάθε μήνα. Κατά την έναρξη της θεραπείας χορηγούνται 3 δόσεις με μεσοδιάστημα μίας εβδομάδας (20mg τις ημέρες 0, 7 και 14) και αρχής γενομένης από την 5η εβδομάδα (28η ημέρα) 20mg κάθε μήνα. Οι σχετιζόμενες με την έγχυση ΑΕ είναι πολύ ηπιότερες, έτσι δεν απαιτείται χορήγηση προφυλακτικής αγωγής. Πάντως η πρώτη έγχυση πρέπει να γίνεται από ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και η ασθενής να παραμένει υπό ιατρική επίβλεψη για μία ώρα. Η 2η και 3η δόση μπορούν να γίνουν υπό επίβλεψη, ενώ από κει και πέρα η χορήγηση γίνεται από την ίδια την ασθενή.
Ριτουξιμάμπη (Rituximab) [Mabthera®, Truxima®, Rixathon®, Ruxience® κ.α. γενόσημα]
Αποτελεί το πρώτο μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι του μορίου CD20 που κυκλοφόρησε το 1998. Βρήκε αρχικά εφαρμογή στην αιματολογία και ρευματολογία, όπου παρατηρήθηκε συμπτωματικά ότι επιδρά θετικά σε ασθενείς που έπασχαν και από ΠΣ. Η δράση της έχει επιβεβαιωθεί σε πολλές μελέτες, συμπεριλαμβανομένων και τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών, δεν έχει όμως επιδιωχθεί έγκριση για την θεραπεία της ΠΣ. Υπάρχουν όμως και προοπτικά στοιχεία που δείχνουν τόσο την αποτελεσματικότητά της όσο και την καλή ανοχή από τις ασθενείς καθώς και το ασφαλές προφίλ ΑΕ της, καθώς σε πολλές χώρες (κυρίως Σκανδιναβία και γερμανόφωνες) χρησιμοποιείται για την θεραπεία της ΠΣ εδώ και περισσότερο από 10 έτη (ως off-label θεραπεία). Χορηγείται ενδοφλέβια μετά από προφυλακτική αγωγή με κορτιζόνη, αντιπυρετικά και αντιισταμινικά. Ουσιαστικά το προφίλ ΑΕ και οι απαιτούμενες προφυλάξεις και έλεγχοι δεν διαφέρουν από τη θεραπεία με Οκρελιζουμάμπη. Η ειδοποιός διαφορά είναι στην μεγαλύτερη πιθανότητα ΑΕ κατά την έγχυση.
Κλαδριβίνη (Cladribine) [Mavenclad®]
Πρόκειται για ένα κυτταροστατικό φάρμακο. Είναι ανάλογο της αδενοσίνης, ενός βασικού δομικού συστατικού του DNA. Διαταράσσει την αντιγραφή του DNA και έτσι αναστέλλει τον αναδιπλασιασμό των ταχέως διαιρούμενων κυττάρων, με κύριο στόχο τα λεμφοκύτταρα. Η χορήγηση γίνεται από του στόματος, χορηγείται δε σε σύντομους θεραπευτικούς κύκλους – συνολικά λαμβάνεται φάρμακο μόνο για 16 με 20 ημέρες τα πρώτα 2 έτη. Στην ΕΕ έλαβε το 2017 ένδειξη για την θεραπεία της υψηλά ενεργής υποτροπιάζουσας ΠΣ, στις ΗΠΑ έχει ένδειξη και για την δευτεροπαθώς προϊούσα με υποτροπές. Οι συχνότερη ΑΕ είναι η λεμφοπενία και ο αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων ιδιαίτερα από ερπητοϊούς. Από τα δεδομένα των αρχικών κλινικών μελετών, αυξημένος φαίνεται να είναι και ο κίνδυνος νεοπλασίας. Μετά την λήψη της αγωγής πρέπει να γίνονται τακτικοί εργαστηριακοί έλεγχοι, συνίσταται δε ο έλεγχος της γενικής αίματος μέχρι και 5 έτη μετά την θεραπεία. Τέλος, η Κλαδριβίνη αντενδείκνυται στην κύηση και τον θηλασμό καθόσον είναι εμβρυοτοξική.
Αλεμτουζουμάμπη (Alemtuzumab) [Lemtrada®]
Είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι του μορίου CD52 που βρίσκεται στην επιφάνεια των ώριμων λεμφοκυττάρων και οδηγεί στην καταστροφή τους. Η θεραπεία αποτελεί ένα είδος επαναπρογραμματισμού του ανοσοποιητικού συστήματος και στοχεύει στην ύφεση της νόσου χωρίς διαρκή λήψη θεραπείας. Η χορήγηση γίνεται ενδοφλέβια σε 2 κύκλους θεραπείας με μεσοδιάστημα ενός έτους. Ο πρώτος κύκλος είναι 5 ημέρες και ο δεύτερος 3. Αρχικά έλαβε άδεια το 2013 για την θεραπεία της ενεργής υποτροπιάζουσας ΠΣ. Λόγω όμως σοβαρών ΑΕ, μεταξύ αυτών και αρκετών θανάτων (βλ. παρακάτω), που διαπιστώθηκαν κατόπιν κυκλοφορίας η ευρεία ένδειξη περιορίστηκε σημαντικά το 2019. Πλέον περιορίζεται σε ασθενείς με υψηλής ενεργότητας υποτροπιάζουσα ΠΣ παρά την αγωγή με τουλάχιστον μία DMT ή ασθενείς με ταχέως εξελισσόμενη, σοβαρή υποτροπιάζουσα ΠΣ. Σχεδόν σε όλες τις ασθενείς που λαμβάνουν την ουσία συμβαίνουν αντιδράσεις κατά την έγχυση. Για τον μετριασμό αυτών χορηγούνται προφυλακτικά κορτιζόνη, αντιπυρετικά και αντιισταμινικά ενδοφλεβίως. Η σοβαρότερες ΑΕ είναι δευτερογενείς αυτοάνοσες παθήσεις με συχνότερες (σε περίπου 1/3 των ασθενών) τις αυτοάνοσες παθήσεις του θυρεοειδούς. Πιο σπάνιες αλλά σοβαρότερες είναι αυτοάνοση θρομβοπενία, αιμορροφιλία, ουδετεροπενία ή νεφροπάθεια. Μετά την κυκλοφορία στην αγορά αναφέρθηκαν αυτοάνοση ηπατίτιδα, χολαγγειίτιδα, πνευμονίτιδα, σαρκοείδωση μέχρι και η σπανιότατη αιμοφαγοκυτταρική λεμφοϊστιοκυττάρωση. Αυξημένος είναι ο κίνδυνος λοιμώξεων, ιδιαίτερα από ερπητοϊούς και το βακτήριο λιστέρια. Για το λόγο αυτό χορηγείται προφυλακτική αντιερπητική αγωγή με ακυκλοβίρη τον πρώτο μήνα και συνίσταται η αποφυγή κατανάλωσης ωμού κρέατος, ωμών ψαριών και μη παστεριωμένων γαλακτοκομικών. Τέλος, επίσης κατόπιν κυκλοφορίας, αναφέρθηκαν σοβαρά οξέα καρδιοαγγειακά συμβάματα, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων θανάτων. Έτσι η θεραπεία με αλεμτουζουμάμπη επιβάλλει ένα από τα αυστηρότερα πλαίσια ελέγχου και αυξημένη επαγρύπνηση μέχρι και 4 έτη από το πέρας της τελευταίας έγχυσης, με μηνιαίο έλεγχο γενικής αίματος, ηπατικών ενζύμων, κρεατινίνης, γενικής ούρων, καθώς και τριμηνιαίο έλεγχο θυρεοειδικών ορμονών.
Μιτοξανδρόνη (Mitoxantrone) [Novantrone®, Mitoxan®, κ.α. γενόσημα]
Είναι ένα κυτταροστατικό φάρμακο, το οποίο διαταράσσει την σύνθεση και επισκευή του DNA και έτσι αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των γρήγορα διαιρούμενων κυττάρων. Χρησιμοποιείται στην χημειοθεραπεία αλλά βρήκε και εφαρμογή στην θεραπεία της επιθετικής ΠΣ εν ελλείψει τότε άλλων εναλλακτικών. Η χορήγηση γίνεται ενδοφλέβια, με συνοδεία αντιεμετικών, κάθε 3 μήνες, η δόση υπολογίζεται με βάση την επιφάνεια σώματος και αναπροσαρμόζεται ανάλογα με την γενική αίματος, καθώς προκαλεί καταστολή του μυελού των οστών. Σοβαρή ΑΕ της είναι η καρδιοτοξικότητα. Επίσης υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης λευχαιμίας. Τέλος η ουσία είναι όχι μόνο τερατογόνος αλλά και τοξική για τις γονάδες, με κίνδυνο δηλαδή μόνιμης στειρότητας. Για όλους αυτούς τους λόγους και καθώς υπάρχει πλέον τεράστια γκάμα θεραπευτικών επιλογών με πολύ καλύτερο προφίλ ΑΕ, η χρήση της Μιτοξανδρόνης τείνει να εξαλειφθεί (οι αμερικάνικες οδηγίες μάλιστα δεν συνιστούν πλέον τη χρήση της).
Αζαθιοπρίνη (Azathioprine) [Imuran® και γενόσημα]
Αποτελεί ένα ανοσοκατασταλτικό φάρμακο με ευρεία εφαρμογή για σχεδόν μισό αιώνα στην ρευματολογία, νευρολογία, στην μεταμοσχεύσεις και έναντι άλλων αυτοάνοσων νόσων. Είναι ανάλογο των πουρινών, βασικών δομικών συστατικών του DNA. Διαταράσσει την αντιγραφή του DNA και έτσι αναστέλλει τον αναδιπλασιασμό των ταχέως διαιρούμενων κυττάρων. Χρησιμοποιείται κατά της ΠΣ για πάνω από 40 χρόνια και στην Γερμανία έχει και επίσημη ένδειξη. Χορηγείται από του στόματος σε δόση 2 με 3mg ανά κιλό βάρους σώματος και η δόση αναπροσαρμόζεται βάση των αιματολογικών παραμέτρων (στόχος λεμφοκύτταρα περί τα 800/µl). Η έναρξη της θεραπείας γίνεται με κλιμακωτή αύξηση της δόσης, η πλήρης δράσης αναμένεται μετά από 4 με 6 μήνες. Οι σοβαρότερες ΑΕ είναι η καταστολή του μυελού των οστών, ο αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων και ο αυξημένος κίνδυνος νεοπλασίας μετά από μακροχρόνια λήψη. Συχνή είναι η αύξηση των ηπατικών ενζύμων, σπανιότερα μπορεί να προκληθεί σοβαρή ηπατική τοξικότητα ή παγκρεατίτιδα. Επίσης σπάνια παρατηρείται αλωπεκία. Σήμερα λόγω της πληθώρας ειδικών για την ΠΣ φαρμάκων η χρήση της έχει περιοριστεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις, είτε λόγω μη ανοχής άλλων ουσιών, είτε όταν συνυπάρχουν άλλα αυτοάνοσα νοσήματα.
Πηγές:
https://www.ema.europa.eu/en/medicines
*Ευχαριστούμε θερμά τον Δρ. Διαμαντή Αθανασόπουλο, ειδικό Νευρολόγο, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Ρούρ-Μπόχουμ. για τις πληροφορίες που μας παρείχε
*Το παραπάνω κείμενο έχει λάβει την έγκριση την Ελληνικής Ακαδημίας Νευροανοσολογίας